- ἀπασβολόομαι
- ἀπασβολόομαι,A turn to soot, become sooty, Dsc.5.76.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀπασβολοῦνται — ἀπασβολόομαι turn to soot pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπασβολωθῇ — ἀπασβολόομαι turn to soot aor subj mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)